εσχαρών

εσχαρών
ἐσχαρών (-ῶνος), ὁ (Α) [εσχάρα]
επιγρ. τόπος για τοποθέτηση εσχάρας, εστίας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἐσχαρῶν — ἐσχάρα hearth fem gen pl ἐσχάρα hearth fem gen pl (ionic) ἐσχαρόω form an eschar pres part act masc voc sg (doric aeolic) ἐσχαρόω form an eschar pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) ἐσχαρόω form an eschar pres part act masc nom sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐσχάρων — ἔσχαρος a fish masc gen pl ἐσχαρόω form an eschar imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἐσχαρόω form an eschar imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έγκαυμα — Βλάβη των ιστών, που προκαλείται από θερμότητα, καυστικές χημικές ουσίες, ηλεκτρισμό ή ηλεκτομαγνητική ακτινοβολία, που δρουν κυρίως με την πήξη των πρωτεϊνών του πρωτοπλάσματος, καταστρέφοντας τα κύτταρα. Τα αποτελέσματα της δράσης της… …   Dictionary of Greek

  • εσχάρα — η βλ. σχάρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολογίας. Εικάζεται συγγένεια με το αρχ. σλαβ. iskra «σπίθα». Σχηματισμός σε ρᾱ (κατά τα τέφ ρᾱ, χώ ρᾱ). Νεοελλ. εσχάρα, σχάρα, σκάρα. ΠΑΡ. εσχαρείον, εσχαρεύς, εσχαρεών, εσχάριον, εσχάριος, εσχαρίς, εσχαρίτης,… …   Dictionary of Greek

  • εφεδρών — ἐφεδρών, ἡ (Α) το αποχωρητήριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < εφέδρα (πρβλ. εσχάρα > εσχαρών)] …   Dictionary of Greek

  • κρυπτογραφία — Σύστημα γραφής μηνυμάτων με σκοπό τη μυστική αναμετάδοσή τους. Πιο συγκεκριμένα, αποτελεί ένα σύνολο κειμένων, πινάκων, κλειδιών και μηχανισμών διαφόρων τύπων, που επιτρέπουν να μεταβάλλεται ένα φανερό μήνυμα σε κρυπτογραφημένο ή αντίστροφα.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”